χορηγήσεις

χορηγήσεις
χορήγησις
expenditure
fem nom/voc pl (attic epic)
χορήγησις
expenditure
fem nom/acc pl (attic)
χορηγέω
lead a chorus
aor subj act 2nd sg (epic)
χορηγέω
lead a chorus
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • χορήγηση — η / χορήγησις, ήσεως, ΝΜΑ [χορηγώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού χορηγώ 2. φρ. «τραπεζικές χορηγήσεις» τα πάσης φύσεως δάνεια που δίνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους μσν. αρχ. καταβολή τών δαπανών αρχ. 1. δαπάνη 2. προμήθεια, εφόδιο …   Dictionary of Greek

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”